ἐρύομαι

ἐρύομαι
ἐρύομαι, εἰρύομαι (ϝερ.), ipf. ἐρύετο, fut. 3 sing. ἐρύσσεται, 3 pl. εἰρύσσονται, aor. 2 sing. εἰρύσαο, 3 sing. εἰρύσατο, ἐρύσσατο, ἐρύσατο, opt. εἰρύσσαιτο, ἐρύσαιτο, 2 pl. εἰρύσσαισθε, inf. εἰρύσσασθαι, also from εἴρυμαι, ἔρυμαι, 3 pl. εἰρύαται, inf. ἔρυσθαι, εἴρυσθαι, ipf. 2 sing. ἔρῦσο, 3 sing. ἔρῦτο, εἴρῦτο, 3 pl. εἴρυντο, εἰρύατο: shield, protect, preserve; ὅσσον τ' ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι, enough leaves to ‘cover’ two or three men, Od. 5.484; (βουλή) ἥ τίς κεν ἐρύσσεται ἠδὲ σαώσει | Ἀργείους καὶ νῆας, Il. 10.44; ἔπος εἰρύσσασθαι, ‘observe’ the command, Il. 1.22 ; οὐ σύ γε βουλὰς | εἰρύσαο Κρονίωνος, Il. 21.230; φρεσὶν εἰρύσσαιτο, ‘keep’ the secret, Od. 16.459 ; πὰρ νηί τε μένειν καὶ νῆα ϝέρυσθαι, ‘watch’ the ship, Od. 10.444; so ‘watch for,’ ‘lie in wait for,’ Od. 16.463, Od. 23.82; from the sense of protecting comes that of ‘warding off,’ ‘defending against,’ ἥ δ (ἀσπίς) οὐκ ἔγχος ἔρῦτο, Il. 5.538, Il. 4.186, Il. 2.859; χόλον, ‘keep down,’ Il. 24.584.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”